Wednesday 23 April 2008

23 Απρίλη

Η 23η του Απρίλη του 2003 ήταν όπως και σήμερα Τετάρτη. Μεγάλη Τετάρτη. Μόνο που εκείνη τη μέρα ο ήλιος ήταν πιο φωτεινός, η ζέστη λιγότερη και η σκόνη δεν καθόταν στους πνεύμονες μου.
Ένα τηλεφώνημα που πήρα κατά τις δέκα το πρωί, με έκανε να τρέμω. Η Σ. μου τηλεφωνούσε από το οδόφραγμα του Λήδρα Πάλας, για να μου πει ότι με τη Ν., τη Γ. και τον Κ. βρίσκονταν εκεί και σε λίγο θα περνούσαν απέναντι. Ήθελα να τα αφήσω όλα στη μέση, όπως άλλωστε το είχαν κάνει οι φίλοι μου, και να βρεθώ μαζί τους στην άλλη διάσταση. Στη διάσταση της δεκάχρονης που άφησα πίσω μου. Ήταν, που να πάρει, τέτοιες οι υποχρεώσεις της δουλειάς μου που ούτε ξαφνική αρρώστεια μπορούσα να επικαλεστώ ούτε και ο θεός να κατέβαινε, μπορούσα να τα παρατήσω.
Τώρα όμως που το σκέφτομαι,μπορεί και όλα αυτά να ήταν απλώς άλλοθι...
Η Σ. ακουγόταν περισσότερο από ευτυχισμένη
και εγώ αρκέστηκα να της πως να προσέχουν. Αργά το απόγευμα, όταν επέστρεψαν οι πρώτοι τολμηροί, ρουφούσα με απίστευτη δίψα τις εικόνες που μου περιέγραφαν καιζήλευα που δεν ήμουν μαζί τους.
Ο Ι. έλειπε σε ταξίδι για δουλειές. Όταν του ανακοίνωσα τα νέα από το τηλέφωνο, έφτυσε ένα «γαμώ το, τζαι γω λείπω...». Για μιάμιση μέρα θα έλειπε ακόμα.Τριάντα τόσα χρόνια περίμενε, μιάμιση μέρα του φαινόταν μια ακόμα ζωή...
Μεγάλη Παρασκευή πρωί, φορτώσαμε συμπράγκαλα για Πάσχα στην περιοχή της Αμμοχώστου. Όσο πιο κοντά στη θάλασσα του Ι., τόσο το καλύτερο. Μόλις που προλάβαμε να αφήσουμε τα πράγματα μας στο ξενοδοχείο. Ολοταχώς για το οδόφραγμα στις Βρυσούλες.
Αναμονή, υπονομή, ενθουσιασμός, ανάμικτα συναισθήματα, αλλόκοτες εικόνες. Ποιος τις ξεχνά; Ασφαλώς ο πρώτος προορισμός το χωριό του, η γειτονιά του, το σπίτι του, το σχολείο του, το κατάστημα του πατέρα, τα σπίτια των θείων...
Θλίψη, χαρά, μνήμες, νοσταλγία και ύστερα προσγείωση... Θλίψη για τους γονιούς που έφυγαν τόσο νωρίς, χαρά για τις μνήμες που δεν τις αλλοίωσε ο χρόνος, αλλά τις κράτησε ζωντανές η νοσταλγία και απότομη προσγείωση στην πραγματικότητα...
«Οι άνθρωποι που ζουν στο σπίτι μου, έζησαν εδώ περισσότερα χρόνια από τους γονείς μου» διαπιστώνει ο Ι. που αναγνώρισε τα έπιπλα της μάνας του, τις βαριές κουρτίνες που κρέμμονταν ακόμα από τα ίδια παράθυρα, τη βιβλιοθήκη του μεγάλου αδερφού, κάθε γωνιά του σπιτιού, κάθε σπιθαμή της αυλής.«Η κόρη τους γεννήθηκε εδώ και ζει στο σπίτι ΜΟΥ 25 χρόνια. Εγώ εδώ έζησα 11», συνεχίζει. Συζητά με τον φιλικό σκαλιώτη Τουρκοκύπριο που θυμάται τον εγκλωβισμένο για ένα χρόνο παππού στο διπλανό σπίτι. «Παππούς σου καλός άθρωπος. Κάθε νύκτα κονιάκκι». Κάθε νύκτα κονιάκκι ο παππούς που έμεινε να περιμένει τους υπόλοιπους να επιστρέψουν. Μέχρι που τον πήραν σηκωτό, για να σβήσει λίγο αργότερα σε ένα γηροκομείο της Λεμεσού...
«Αυτό είναι το σχολείο μου» έλεγε με περηφάνεια στις κόρες μας ο Ι. «Τελικά δεν είναι τόσο μεγάλο όσο το έβλεπα τότε...» Η περιήγηση συνεχίστηκε μέχρι αργά το βράδυ. Το Βαρώσι ήταν ο άλλος προορισμός, ο θύλακας ο επόμενος σταθμός, η θάλασσα του Κωνστάντια η κατάληξη της επιστροφής στο παρελθόν.
Βγάλαμε και τις επόμενες μέρες στα μέρη που είχαμε αφήσει πίσω μας. Ήταν η σειρά μου να γονατίσω από τις αναμνήσεις της Κερύνειας, του Πέντε Μίλι, της Αηρκώτισσας και ύστερα του Ξερού, του Καραβοστάσιου, της Πεντάγυας. Ήταν λες και ο πατέρας μου βρισκόταν εκεί. Τον έβλεπα να χάνεται με μακροβούτια πίσω από το νησάκι και να επιστρέφει χαμογελαστός. Μπορεί όντως να ήταν εκεί σε κάποια γωνιά της θάλασσας. Ποιος ξέρει...
23 Απρίλη 2003. Έγραψα τότε ένα editorial συναισθηματικό. Για τους φίλους μου που επέστρεψαν στα σπίτια τους. Για τη Ν. που βρέθηκε ανάμεσα στις παιδικές της αναμνήσεις στην Κερύνεια, για τον Κ. που επέστρεψε στις αλάνες του στο Γερόλακκο, για το Ν. που πήγε στο Βαρώσι, για τον Ι. που ταξίδεψε στο παρελθόν του στο Τρίκωμο και για τη Γ. που είδε το σπίτι της στην κλειστή περιοχή του Βαρωσιού, από απόσταση...
23 Απρίλου 2008. Ναι, εντάξει, κάτι γίνεται. Αλλά κάνει πολλή ζέστη σήμερα, αφύσικη ζέστη, ο ήλιος δεν είναι τόσο φωτεινός, η σκόνη θα συνεχίσει να μας πνίγει, κατά πώς λένε στις ειδήσεις και δεν μυρίζει η άνοιξη όπως εκείνη τη μέρα πέντε χρόνια πριν...

7 comments:

Anonymous said...

sigkinitiko post pou pragmatika provlimatizei....

Aceras Anthropophorum said...

Αγαπητή Μονάχους, τα βιώματα των προσφύγων τελικά δεν διαφέρουν τζαι πολλά. Διαβάζοντας τα γραφτά σου εξανάζησα την σικκίρτισην μου να είμαι μακριά τζείνες τες μέρες. Έθελα να πιάσω το αεροπλάνον τζαι να ρτω. Τον δρόμο που τες Βρυσούλλες στο Κάτω Βαρώσι τον έκαμα χιλιάδες φορές στο όνειρον μου. Όσον επέρναν ο τζαιρός τόσον με έτρωεν η αγωνία ότι θα ξιχάσω τον δρόμο.

Τελικά αρκέστηκα στα editorial των εφημερίδων τζαι στες διηγήσεις των αδερφιών μου που εγινήκαν φίλοι με τα τουρτζιά που εγενηθήκαν μες το σπίτι μας.

Το γνώριμον ταξίδιν που είχα κάμει στην φαντασίωση τόσες φορές εγίνην πραγματικότητα 3 χρόνια μετά. Μετά ακόμα τζαι που τες 23 απρίλη του 2004.

Θα μπορούσα να αντιγράψω όλα τα editorials τζαι να αλλάξω μόνον τα τοπονύμια. Τελικά διερωτούμαι ποιά είναι η μοναδικότητα αυτών των ιστοριών σε σχέσην με τους ενήληκες που δεν αφήκαν πίσω τους τα 10 πρώτα χρόνια της ζωής τους χωρίς δικαίωμα να τα ξαναεπισκευτούν.

Ότι εζήσαμεν είναι παρελθόν. Είναι παρόν σε μερικά κομάτια του φιλμ που φυλάουμε στην μνήμη. Τελικά είναι την Αμμόχωστον που δεν θέλουμεν να ξεχάσουμεν ή τα αθώα παιδικά μας χρόνια;

Μετά που ξαναγύρισα τα σοκκάτζια του Κατωβαρωσιού, δεν μου εξανακίνησεν την περιέργειαν να ξαναπάω. Ξέχασα. Οι τόποι μου είναι άγνωστοι τζαι δεν μου προκαλούν συγκίνησην πλέον καμία για το τι ήταν. Με ενδιαφέρουν για το τι είναι, όπως δεν με συγκινεί το Τρόοδος, η Σκάλα, η Λεμεσός, η Πάφος για το τί ήταν το 1975 που τα πρωτοέζησα αλλά για το τί είναι τώρα το 2008 που τα ζώ. Παράξενα πράματα. Ανάμεικτα κομάτια ζωή τζαι θανάτου μαζί. Αρχής τζαι τέλους, παρόντος τζαι παρελθόντος... Παράξενα τζαι τα συναισθήματα.

Αν ήταν σε σχολείον του Κατωβαρωσιού ή του Λάξη που έμαθεν να θκιαβάζει ο Ι, μπορεί να ήταν τζαι μέσα στην τάξη μου.

kafros said...

www.foto-kafros.blogspot.com

(δωρεάν διαφήμιση - ευχαριστώ)

Anonymous said...

Μεταξύ των δύο μεσολάβησε μια άλλη Μεγάλη Βδομάδα που μεταμόρφωσε μια ανάσταση σε τσιμεντένιο τάφο. Προσοδκώ Ανάσταση Νεκρών; Ίδωμεν.

stalamatia said...

Μονάχους ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ
Πήγα είδα και απήλθα.

MonachusX2 said...

Επανήλθα μετά από μια μικρή διακοπή.

@ μουζουρα:
Δεν ήθελε να προβληματίσω με το ποστ. Να θυμηθούμε ήθελα.

@ ασερά:
Όσα γράφεις είναι τόσο αληθινά. Εκείνες τις μέρες δημοσίευσα πολλά κείμενα με τούτα τα ανάμικτα, περίεργα και παράξενα συναισθήματα. Πέρασε πολλής καιρός να ξαναπάω. Δεν αναγνωρίζεις τίτοτε πια. Όλα έχουν τόσο αλλάξει. Και οι άνθρωποι είμαστε διαφορετικοί πλέον. Βρέθηκα την Πρωτομαγιά στην πλατεία που έγινε η εκδήλωση της πλατφόρμας "Ειρήνη για την Κύπρο". Οι άνθρωποι αυτοί θέλουν επανένωση. Για μας δεν είμαι καθόλου σίγουρη. Τα ξανάπαμε άλλωστε αυτά.
Ο Ι δεν είναι κατωβαρωσιώτης. Εμαθε να διαβάζει στο δημοτικό του Τρικώμου. Την επόμενη φορά που θα έρθεις Κύπρο, στείλε email να βρεθούμε να πιούμε μπύρες βλέποντας προς το Βαρώσι και την Καντάρα.

@ αγρινέ
Το χειρότερο Πάσχα της ζωής μου. Με τον κλάμενο τη Μεγάλη Τρίτη να μας εκβιάζει και το "δικό" μας το Μεγάλο Σάββατο να μας κάνει σπαράλια. Εφιάλτης...


@σταλαματιά
Νάσαι καλά

Anef_Oriwn said...

@ Stalamatia & Monachus,

(Το πιο κάτω κείμενο θα το στείλω τόσο στο blog της Stalamatias όσο και της Monachus καθώς το θέμα των δύο εμπλεκόμενων posts είναι περίπου το ίδιο – οι πρώτες επισκέψεις των δύο κυρίων στα κατεχόμενα, μετά το άνοιγμα των οδοφραγμάτων).

Τα ονείρατα της Stalamatias (για το χωριό της) και η εκεί επίσκεψη της καθώς και το κείμενο της Monachus (στο δικό της blog) για την επέτειο της πρώτης της επίσκεψη στα κατεχόμενα (μετά που άνοιξαν τα οδοφράγματα τον Απρίλη του 2003), έφεραν στο νου μου έντονες και δυνατές θύμισες από κείνες τις μέρες.

Αναπόλησα τα δικά μου περάσματα στα κατεχόμενα. Το πρώτο στις 25 του Απρίλη (Μεγάλη Παρασκευή) μετά από 6 ολόκληρες ώρες αναμονής στο οδόφραγμα της Λήδρας (και κάποιες στιγμές κάτω από ψιχαλίσματα) και το δεύτερο στις 30 τ’ Απρίλη (Τετάρτη μετά το Πάσχα) από το οδόφραγμα των Βρυσούλλων (νομίζω ότι 2 ώρες και κάτι περιμέναμε εκεί).

Πρόσφυγας δεν είμαι, αλλά καις τις δυο περιπτώσεις συνόδευα πολύ καλούς φίλους που ήθελαν να επισκεφτούν τα σπίτια και τα χωριά τους, ο πρώτος στην Μεσαορία και η δεύτερη στην Καρπασία.

Κάποια στιγμή θα γράψω με πιο πολλές λεπτομέρειες (στο νεότευκτο blog μου) για τα συναισθήματα και τις εμπειρίες μου από εκείνες τις επισκέψεις (για την αμηχανία και τη συγκίνηση των φίλων, την υποδοχή που τύχαμε από τους τουρκοκύπριους, τις εγκαταλελειμμένες εκκλησιές και πολλά άλλα).
Τώρα θα πω μόνο ότι όντας μη πρόσφυγας και χωρίς βιωματική και συναισθηματική σύνδεση με τα κατεχόμενα ίσως να μην ένοιωσα και τόσο την αγωνία, την ανησυχία και την συγκίνηση εκείνων των φίλων που μετά από τόσα χρόνια (κοντά 30 – έφυγαν παιδιά και τώρα ήταν αρκετά μεγάλοι), πήγαιναν ως επισκέπτες στα σπίτια.
Να πω ακόμα ότι το άνοιγμα των οδοφραγμάτων το είχα αρχικά αντικρίσει συγκρατημένα και επιφυλακτικά.

Να αναφέρω χαρακτηριστικά ότι αναμένοντας (για ώρες) την πρώτη φορά για να περάσουμε (στα κατεχόμενα) στο οδόφραγμα της Λήδρας, κάποιας στιγμή απηύδησα από την σκόπιμη κωλυσιεργία του ντενκτασικού καθεστώτος και τη μεγάλη καθυστέρηση και αποφάσισα να γυρίσω πίσω. Όμως τόσο πολύς ήταν ο κόσμος που καρτερούσε για να περάσει που δεν μπορούσα να προχωρήσω προς τα πίσω. Πήγαινα ενάντια στο ρέμα και (ευτυχώς) άλλαξα γνώμη και παρέμεινα!
Έκτοτε όμως οι επισκέψεις μου στα κατεχόμενα ήταν πολύ λίγες. Μετρούνται στα δάχτυλα των δύο χεριών και περισσεύουν και δάχτυλα. (Μάλλον θα ξαναπάω μετά από καιρό, την Παρασκευή για να λάβω μέρος σε μια δικοινοτική συνάντηση).

Anef_Oriwn
Σάββατο 17/05/2008 – 11:46 μ.μ.